- γκιόνης
- ο(λ. αλβαν.), νυχτόβιο αρπαχτικό πουλί: Νυχτωθήκαμε στο δάσος και ακούγαμε μόνο τη φωνή του γκιόνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαλμάς — ο 1. αυτός που τρέφει άλογα, γαϊδούρια, βόδια, βουβάλια κ.λπ. 2. εκείνος που τρέφει άλογα και τα νοικιάζει για αλώνισμα και άλλες γεωργικές εργασίες 3. αυτός που κατευθύνει τ άλογα κατά το αλώνισμα 4. ο γκιόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως … Dictionary of Greek
κλαψοπούλι — το η κουκουβάγια ή, κατ άλλους, ο γκιόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαψο (< κλαίω, πρβλ. μέλλ. θα κλάψ ω) + πούλι (< πουλί), πρβλ. θαλασσο πούλι, νυχτο πούλι] … Dictionary of Greek
μπαρμπαγιαννί — μπαρμπαγιαννί, τὸ (Μ) 1. το πουλί γκιόνης 2. μτφ. ανόητος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barbaianni] … Dictionary of Greek
ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… … Dictionary of Greek
αρπακτικά — Τάξη της παλαιότερης συστηματικής κατάταξης των πτηνών, που περιλάμβανε όλα τα ημερόβια και νυκτόβια α. πουλιά. Η τάξη αυτή, που δεν χρησιμοποιείται πια από τη συστηματική, ανήκε στην υφομοταξία των τροπιδωτών και χωριζόταν στις δύο υποτάξεις των … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
εφιάλτης — ο 1. ψυχοπνευματική ταραχή στον ύπνο από τρομακτικό όνειρο, αλλ. βραχνάς: Έχει εφιάλτες στον ύπνο του. 2. μτφ., καθετί που μας πιέζει ψυχικά και μας κρατάει σε έντονη αγωνία: Οι εξετάσεις μού έγιναν εφιάλτες. 3. (ζωολ.), το πουλί γκιόνης. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)